- ιερεμιάδα
- [-άς (-άδος)] η иеремиада (тж. перен. ); слёзная, горькая жалоба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερεμιάδα — η 1. το θρηνώδες άσμα τού προφήτη Ιερεμία 2. η περιγραφή μιας κατάστασης με τρόπο θρηνώδη και μεμψίμοιρο 3. χαρακτηρισμός εφημερίδας τής αντιπολίτευσης η οποία παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση με απόλυτη απαισιοδοξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιερεμίας. Η… … Dictionary of Greek
ιερεμιάδα — η 1. θρηνολογία του προφήτη Ιερεμία. 2. μτφ., θρηνολόγημα, απαισιόδοξη εξεικόνιση μιας κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)